Πώς η κώφωση επέδρασε στη μουσική του Μπετόβεν !!!
Πώς είναι δυνατόν ένας ιδιοφυής μουσουργός να είναι κωφός και, ακόμη περισσότερο, πώς μπορεί αυτή η κώφωση να έχει επηρεάσει τη δημιουργία του;
Αυτή είναι μια από τις μεγάλες απορίες όλων γύρω από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Η επιστήμη έχει τώρα μια πρώτη απάντηση.
Ολλανδοί ερευνητές έθεσαν τις συνθέσεις του Μπετόβεν στο επιστημονικό μικροσκόπιο και διαπίστωσαν ότι, καθώς η κώφωσή του προχωρούσε, άρχισε να χρησιμοποιεί νότες μόνο στις συχνότητες που μπορούσε να «πιάσει» η ακοή του.
Ωστόσο – και αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό – όταν έχασε εντελώς την ακοή του και πλέον φανταζόταν τη μουσική μόνο μέσα στο μυαλό του, ολόκληρη η μουσική κλίμακα και όλες οι συχνότητες επανήλθαν στις συνθέσεις του.
Αυτή είναι μια από τις μεγάλες απορίες όλων γύρω από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Η επιστήμη έχει τώρα μια πρώτη απάντηση.
Ολλανδοί ερευνητές έθεσαν τις συνθέσεις του Μπετόβεν στο επιστημονικό μικροσκόπιο και διαπίστωσαν ότι, καθώς η κώφωσή του προχωρούσε, άρχισε να χρησιμοποιεί νότες μόνο στις συχνότητες που μπορούσε να «πιάσει» η ακοή του.
Ωστόσο – και αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό – όταν έχασε εντελώς την ακοή του και πλέον φανταζόταν τη μουσική μόνο μέσα στο μυαλό του, ολόκληρη η μουσική κλίμακα και όλες οι συχνότητες επανήλθαν στις συνθέσεις του.
Με βάση την αλληλογραφία του, ο Μπετόβεν ανέφερε για πρώτη φορά ότι είχε αρχίσει να έχει προβλήματα ακοής – πρώτα στο αριστερό αφτί και στη συνέχεια και στα δυο – το 1801, σε ηλικία 30 ετών σημειώνοντας μάλιστα ότι δυσκολευόταν να ακούσει τις «ψηλές νότες», τόσο των μουσικών οργάνων όσο και των ανθρώπινων φωνών.
Μια δεκαετία αργότερα, το 1811, οι κοντινοί του άνθρωποι έπρεπε να φωνάζουν δυνατά για να μπορέσουν να συνεννοηθούν μαζί του ενώ το 1818 άρχισε πλέον να επικοινωνεί με σημειώματα. Από το 1825 ως τον θάνατό του, το 1827, πιστεύεται ότι ήταν εντελώς κωφός.
Οι ερευνητές του Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν θέλησαν να εξετάσουν κατά πόσον αυτή η απώλεια της ακοής επηρέασε τη συνθετική δημιουργία του «μετρώντας» τις ψηλές και τις χαμηλές νότες που χρησιμοποιούσε στα κουαρτέτα του για έγχορδα.
Μια δεκαετία αργότερα, το 1811, οι κοντινοί του άνθρωποι έπρεπε να φωνάζουν δυνατά για να μπορέσουν να συνεννοηθούν μαζί του ενώ το 1818 άρχισε πλέον να επικοινωνεί με σημειώματα. Από το 1825 ως τον θάνατό του, το 1827, πιστεύεται ότι ήταν εντελώς κωφός.
Οι ερευνητές του Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν θέλησαν να εξετάσουν κατά πόσον αυτή η απώλεια της ακοής επηρέασε τη συνθετική δημιουργία του «μετρώντας» τις ψηλές και τις χαμηλές νότες που χρησιμοποιούσε στα κουαρτέτα του για έγχορδα.
Μελέτη σε περιόδους
Με βάση τις παραπάνω ιστορικές αναφορές και την πορεία της κώφωσης οι ειδικοί χώρισαν τα κουαρτέτα για έγχορδα του Μπετόβεν σε τέσσερις περιόδους, από αυτήν της «πλήρους ακοής» (από το 1798 ως το 1800) ως εκείνη της παντελούς απώλειάς της (από το 1824 ως το 1826).
Όπως περιγράφουν στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «British Medical Journal», οι ερευνητές μελέτησαν το πρώτο μέρος για βιολί της πρώτης φράσης κάθε κουαρτέτου, μετρώντας πόσες νότες επάνω από τη σολ 6η (η οποία αντιστοιχεί σε 1.568 Hz) περιλαμβάνονταν σε αυτό.
Διαπίστωσαν ότι οι ψηλότερες νότες μειώνονταν καθώς η κώφωση προχωρούσε. Για να αντισταθμίσει αυτή τη μείωση ο Μπετόβεν χρησιμοποιούσε περισσότερες νότες μεσαίων και χαμηλών συχνοτήτων, τις οποίες μπορούσε να ακούσει καλύτερα.
Επιστροφή σε όλες τις οκτάβες
Στα τελευταία κουαρτέτα του όμως, τα οποία συνέθεσε όταν πιστεύεται ότι ήταν εντελώς κωφός, ο Μπετόβεν επέστρεψε σε όλες τις οκτάβες, επαναφέροντας ξανά τις ψηλές νότες στις συνθέσεις του.
«Όταν κατέληξε να βασίζεται εντελώς στο “εσωτερικό αφτί” του δεν ένιωθε πλέον αναγκασμένος να παράγει μουσική την οποία μπορούσε πραγματικά να ακούσει στην εκτέλεσή της και έτσι επέστρεψε σιγά σιγά στον εσωτερικό μουσικό του κόσμο και στις αρχικές συνθετικές εμπειρίες του» σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
Κύριος συγγραφέας της μελέτης είναι ο Εντουάρντο Σατσέντι και επικεφαλής της οι Αγκε Σμίλντε και Βιμ Σάρις, όλοι ερευνητές στο Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν.
http://www.tovima.gr «Όταν κατέληξε να βασίζεται εντελώς στο “εσωτερικό αφτί” του δεν ένιωθε πλέον αναγκασμένος να παράγει μουσική την οποία μπορούσε πραγματικά να ακούσει στην εκτέλεσή της και έτσι επέστρεψε σιγά σιγά στον εσωτερικό μουσικό του κόσμο και στις αρχικές συνθετικές εμπειρίες του» σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
Κύριος συγγραφέας της μελέτης είναι ο Εντουάρντο Σατσέντι και επικεφαλής της οι Αγκε Σμίλντε και Βιμ Σάρις, όλοι ερευνητές στο Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν.
Σχόλια